- νυκτογραφία
- νυκτογραφία, ἡ (Α) [νυκτογραφώ]το να γράφει κανείς στη διάρκεια τής νύχτας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκτογραφίας — νυκτογραφίᾱς , νυκτογραφία writing by night fem acc pl νυκτογραφίᾱς , νυκτογραφία writing by night fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτογραφίαν — νυκτογραφίᾱν , νυκτογραφία writing by night fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek